δαδουχώ

δαδουχώ
(AM δᾳδουχῶ, -έω) [δαδούχος]
1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή
2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου
μσν.
1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»).
2. διατηρώ αναμμένο
αρχ.
1. έχω το ιερατικό αξίωμα τού δαδούχου
2. γιορτάζω τα μυστήρια με δαδουχίες
3. δᾳδουχοῡμαι
φωτίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δᾳδούχῳ — δᾳδού̱χῳ , δᾳδοῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαδούχητος — ἀδᾳδούχητος, ον (Α) [δᾳδουχῶ] 1. ο δίχως δαδουχία, αυτός που δεν φωτίζεται από δάδα, πυρσό 2. (ειδικά για γάμο) κρυφός, μυστικός, λαθραίος …   Dictionary of Greek

  • σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”