- δαδουχώ
- (AM δᾳδουχῶ, -έω) [δαδούχος]1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μουμσν.1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»).2. διατηρώ αναμμένοαρχ.1. έχω το ιερατικό αξίωμα τού δαδούχου2. γιορτάζω τα μυστήρια με δαδουχίες3. δᾳδουχοῡμαιφωτίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.